- χαμαιδάφνη
- η, ΝΜΑείδος χαμηλής δάφνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + δάφνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαιδάφνη — periwinkle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιδάφνῃ — χαμαιδάφνη periwinkle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιδάφνην — χαμαιδάφνη periwinkle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιδάφνης — χαμαιδάφνη periwinkle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHAMAEDAPHNE — Graece Χαμαιδάφνη, Alexandrea lurus est dicta, Dioscoridi, Χαμαιδάφνη, οἱ δὲ καὶ ταύτην Α᾿λεξάνδρειαν καλοῦσι, et Stephano; quorum ille Chamaedaphnae hoc proprium tribuit, quod fructum ferat, τοῖς φύλλοις ἐπιπεφυκότα, i. e. in tergo foliorum… … Hofmann J. Lexicon universale
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαφνοειδής — ές (Α δαφνοειδής, ές) όμοιος με δάφνη νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το δαφνοειδές γένος θυμελαιοειδών φυτών τών οποίων είδη είναι το δαφνοειδές το κνίδιο (χολόχορτο) και δαφνοειδής η χαμελαία (λυκονουρά, χαμολιά) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
υπελάτη — ἡ, Α [ἐλάτη] το θαμνώδες φυτό χαμαιδάφνη … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαιδάφναι — χαμαιδάφνᾱͅ , χαμαιδάφνη periwinkle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)